Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το δυστύχημα 2) (

См. также в других словарях:

  • δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστύχημα — το (AM δυστύχημα) ατύχημα, κακοτυχία νεοελλ. θάνατος αρχ. στρατιωτική καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • δυστύχημα — το πάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»